Μωαβίτης — ο (Μ Μωαβίτης, θηλ. Μωαβῑτις) συν. στον πληθ. οι Μωαβίτες ( αι) απόγονοι τού Μωάβ, γιου τού Λώτ, που κατοικούσαν στην περιοχή Μωάβ τής Παλαιστίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μωάβ, ονομ. περιοχής τής Παλαιστίνης] … Dictionary of Greek
Μωαβίτις — Μωαβῑτις, ἡ (Μ) αυτή που κατάγεται από τη χώρα Μωάβ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μωάβ, ονομ. περιοχής τής Παλαιστίνης] … Dictionary of Greek
Αριθμοί — Το τέταρτο βιβλίο της Πεντατεύχου. Ο τίτλος προέρχεται από την αρίθμηση (απογραφή) των Ισραηλιτών με την οποία αρχίζει το βιβλίο. Σε αυτό εξιστορείται η πορεία των Ισραηλιτών από το Σινά έως τη χώρα Μωάβ. Τα 36 κεφάλαια του βιβλίου χωρίζονται σε… … Dictionary of Greek
Μωαβίτες — Αρχαίος λαός εγκαταστημένος στο έδαφος του Μωάβ, ανατολικά της Νεκράς Θάλασσας. Συγγενείς από εθνολογική και γλωσσολογική άποψη με τους Εβραίους, ήρθαν σε σύγκρουση μ’ αυτούς από την εποχή της κατάκτησης της Παλαιστίνης: περίφημο είναι το βιβλικό … Dictionary of Greek
Moab — This article is about a location in Jordan. For other uses, see Moab (disambiguation). Moabite sarcophagus in Jordan Archaeological Museum in Amman Moab (Hebrew: מוֹאָב, Modern … Wikipedia
Moab — (hebreo: מוֹאָב, estándar Moʾav tiberiano Môʾāḇ ; griego Μωάβ ; árabe مؤاب, asirio Mu aba, Ma ba, Ma ab ; egipcio Mu ab) es el nombre histórico para una franja de tierra montañosa ubicada en la actual Jordania a lo largo de la… … Wikipedia Español
Моав — (ивр. מוֹאָב, греч. Μωάβ) историческая область в западной Иордании. Представляет собой засушливое плоскогорье, примыкающее к восточному берегу М … Википедия
Μαδιάμ — Βιβλική περιοχή. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ήταν μια περιοχή της Παλαιστίνης στην οποία κατέφυγε ο προφήτης Μωυσής, αφού σκότωσε έναν Αιγύπτιο. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του Μαδιανίτη ιερέα Ιοθώρ. Παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν είναι… … Dictionary of Greek
ουαί — (I) (Α οὐαί) επιφών. 1. (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) αλίμονο, αχ! («οὐαί σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ) 2. φρ. «οὐαὶ τοῑς ἡττημένοις» λέξεις τις οποίες απηύθυνε προς τους Ρωμαίους ο Βρέννος, αρχηγός τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν… … Dictionary of Greek
Αδάδ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Γετθαίμ (Ιδουμαίας), χώρας μεταξύ της Νεκράς θάλασσας και του Αιλανίτη κόλπου, η οποία έφτανε έως την Αραβική έρημο. O Α. διαδέχτηκε στον θρόνο τον Ασόμ και νίκησε τους Μαδιανίτες στην πεδιάδα Μωάβ,… … Dictionary of Greek